αμνιοκέντηση

αμνιοκέντηση
Βλ. λ. αμνιοσκόπηση. Σχηματική περιγραφή εκτέλεσης αμνιοκέντησης για αφαίρεση αμνιακού υγρού.
* * *
ή αμνιοπαρακέντηση Ιατρ.
παρακέντηση τού αμνιακού σάκου διά μέσου τού κοιλιακού τοιχώματος ή τού κόλπου, για λήψη αμνιακού υγρού προς εξέταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμνιοσκόπηση — Οπτική διερεύνηση της αμνιακής κοιλότητας (κοιλότητα μέσα στην οποία βρίσκεται το έμβρυο), με τη βοήθεια μιας συσκευής που λέγεται αμνιοσκόπιο. Η εξέταση πραγματοποιείται με την εισαγωγή της συσκευής στον τραχηλικό αγωγό. Αν κριθεί απαραίτητο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”